Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Οι «εποχές» της γειτονιάς μας…

του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου

Οι «εποχές» της γειτονιάς μας, έμοιαζαν να έχουν την δική τους ευαισθησία και περιοδικότητα. Βγαλμένες μέσα από την ζωτική ανάγκη του παιγνιδιού και της δημιουργίας, που μας ωθούσαν να μεταμορφώνουμε τον τόπο μας, σε θέατρο ευφάνταστων και απολαυστικών δράσεων.

Επιπλέον, μας βοηθούσαν να μετράμε τον χρόνο, με τον αντισυμβατικό τρόπο των γεγονότων μιας καθημερινότητας που κτίσαμε μόνοι μας και δεν επιβαλλόταν από μια εξουσία του…ημερολογίου. Ήταν το δικό μας μέτρημα, η δική μας αριθμητική, με τα μάτια των παιδιών της συνοικίας.

Θυμάμαι, λοιπόν, την εποχή των φυσοκάλαμων, που σημάδεψε – συμβολικά και… πραγματικά - πολλές γενιές σχολιαρόπαιδων της συνοικίας. Σωλήνες οικοδομής, ως αυτοσχέδια κάνη, με προωθητική δύναμη τον αέρα των παιδικών πνευμόνων μας.

Πλαστικοί μονωτικοί σωλήνες
Η εποχή της προετοιμασίας, για την δημιουργία του φυσοκάλαμου, διαρκούσε όλο το χρόνο ή καλύτερα όταν ανακαλύπταμε ανεγειρόμενη οικοδομή και ο μάστορας αφού τοποθετούσε τα ηλεκτρικά καλώδια στους σκληρούς μονωτικούς σωλήνες, πετούσε τα ρετάλια, όπου έβρισκε. Ήσουν πολύ τυχερός, αν η οικοδομή ήταν αφύλακτη, οπότε μπορούσες να προμηθευτείς τους πλαστικούς σωλήνες, χωρίς να χρειαστεί να σκαρφαλώσεις ή να βρεις από πού θα τρυπώσεις. Θυμάμαι, πως η μανία της προετοιμασίας και η ετοιμότητα των παιδιών, ήταν τόσο μεγάλη, που αν δεν προλάβαινες έγκαιρα την επιδρομή που γινόταν στο «πολύτιμο υλικό», θα έπρεπε να απομακρυνθείς σε άλλες συνοικίες για να βρεις οικοδομή ή να καταλήξεις στην έσχατη λύση και να αγοράσεις με το μέτρο το σωλήνα, από τα 2-3 μικρομάγαζα με ηλεκτρολογικό υλικό, που υπήρχαν στον Άγιο Παύλο (οδό Χίου, Ψαρών, Φαβιέρου και αλλού). Σας διαβεβαιώνω, πως η αίσθηση του τελευταίου τρόπου προμήθειας του φυσοκάλαμου δεν είχε καμιά σχέση με την …μαγεία της οικοδομής. Καθώς, παίζονταν πολλά στοιχήματα και …ανταγωνισμοί, που θέλαμε με αγωνία να κερδίσουμε πριν την τελική έναρξη της μάχης. Δηλαδή: Ανακάλυψα πρώτος την οικοδομή και πρόλαβα τους υπόλοιπους, πήρα τα καλύτερα πλαστικά, μάζεψα και για τους φίλους μου αρκετά, ώστε να με εκτιμήσουν για την κίνηση αυτή ή να με θεωρούν αρχηγό τους, ήμουν τυχερός γιατί η οικοδομή ήταν αφύλαχτη και δεν κουράστηκα, ή η οικοδομή ήταν κλειδωμένη, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να με σταματήσει, κ.α. Εναλλακτικά, οι πιο προνοητικοί, χρησιμοποιούσαν το σωλήνα από το πλαστικό σημαιάκι, που είχαν φυλάξει από κάποια Εθνική επέτειο.


Μετά την προμήθεια του καλαμιού (η φωτογραφία δεν είναι η κατάλληλη, καθώς οι σωλήνες της εποχής, ήταν συνήθως μαύροι ή γκρι), ξεκινούσε η δημιουργία. Κατ’αρχήν, σημαντικό στοιχείο, ήταν η εξωτερική εμφάνιση. Κάποιοι προτιμούσαν να αφήνουν τον σωλήνα γυμνό και κάποιοι άλλοι να τον «ντύνουν» με μονωτική ταινία. Με τον τρόπο αυτό, το «όπλο» έδειχνε πιο βαρύ και δεμένο, ενώ ο «θρύλος» της συνοικίας, αναφερόταν και στην βελτίωση της βολής. Επιπλέον, μπορούσες, να ντύσεις το φυσοκάλαμο, χρησιμοποιώντας μονωτικές ταινίες πολλών χρωμάτων, τονίζοντας έτσι, το μοναδικό στυλ και σχεδιασμό του. Η μονωτική ταινία, χρησίμευε και για την μετατροπή του φυσοκάλαμου σε …μυδράλιο, καθώς μπορούσες να ενώσεις 3-4 σωλήνες μαζί – με το ίδιο ή διαφορετικό μήκος - ώστε να έχεις κι άλλες κάνες. Επίσης, τυλίγοντας, περισσότερη ταινία στο στόμιο του φυσήματος, δημιουργούσες καλύτερη λαβή για να τοποθετείς στο στόμα σου και να δίνεις δυνατότερη ώθηση στα πυρομαχικά. Ή μπορούσες να κολλήσεις, σε βολική θέση το σπιρτόκουτο, το οποίο ήταν η …γεμιστήρα σου.
Η ευρεσιτεχνία και η φαντασία μας, δημιουργούσε κάθε είδους φυσοκάλαμο. Μικρό σαν περίστροφο, με λαβή, απλό τουφέκι ή με 2 και 3 κάνες, Τόμιγκαν ( μια και τότε ήταν στα φόρτε της και η Μάχη, με τον λοχία Σώντερς!) και ότι άλλο μπορούσες να διανοηθείς.
Το σκόπευτρο, η διόπτρα, ήταν πραγματική λεπτοδουλειά, καθώς τοποθετούσες, ανάλογα στο ύψος που χρειαζόσουν, 2,3 ή 4, κοντά καλαμάκια και στο τελευταίο, τοποθετούσες στο στόμιο, δυο καρφίτσες σε σχήμα σταυρού, ώστε να φτιάξεις το κέντρο στόχευσης. Εννοείται, πως το θέαμα αυτό είχε περισσότερο σχέση με το …καμάρι για την κατασκευή ενός αληθοφανούς σκοπεύτρου, παρά με την ευθύβολη και ακριβή πορεία του βλήματος. Το οποίο βλήμα, παρουσίαζε ποικιλία υλικών. Πρώτες και καλύτερες οι λεπτές χάρτινες σαΐτες, οι οποίες ήθελαν χειρισμό στη δημιουργία, καθώς πολλές φορές, ξετυλίγονταν ή μούσκευαν από τα σταγονίδια σάλιου που υπήρχαν στο καλάμι και στόμωναν το φυσοκάλαμο. Συνηθισμένα, αλλά και τα πλέον επικίνδυνα, ήταν τα στραγάλια – ψημένα ή άψητα, δεν είχε σημασία, ο πόνος ήταν εξίσου δυνατός- τα οποία σου παρείχαν και μια διπλή δυνατότητα: και να «πυροβολείς» και να τρως, όταν σου ερχόταν ή όρεξη. Πολύ δημοφιλή πυρομαχικά, στην γειτονιά μας, ήταν και οι καρποί του φυτού Πυράκανθος.

'
"Ντοματάκια", επί το επιστημονικότερον: Πυράκανθος.
Τους καρπούς αυτούς - τους ονομάζαμε «ντοματάκια»- μπορούσες να κόψεις από θάμνους που υπήρχαν στο πάρκο πάνω από το Σταθμό Λαρίσης, το επονομαζόμενο Περιβολάκι ή Βουναλάκι (λόγω της υψομετρικής διαφοράς από το δρόμο ή ίσως επειδή οι παλιότερες γενιές, το είχαν προλάβει ως ένα μικρό χωμάτινο λοφίσκο). Τα «ντοματάκια» είχαν το πλεονέκτημα, πως δημιουργούσαν ένα «ελεγχόμενο» και λιγότερο επικίνδυνο πόνο και ότι - ανάλογα την ωριμότητά τους- εκτός από το τσούξιμο, έλιωναν και λέρωναν τον ανυποψίαστο περαστικό ή τον αντίπαλο. Μειονέκτημα, πως δεν μπορούσες να τα κρατήσεις πολύ ώρα στο στόμα (πέρα από την γλοιώδη – για κάποιον ιδιότροπο – υφή τους) ή να γεμίσεις το στόμα με αρκετό υλικό, όπως μπορούσες με τα στραγάλια. Σε παραλλαγές, τα πυρομαχικά μπορεί να ήταν τσίχλα (εννοείται αποστραγγισμένη), σαΐτες με καρφίτσα στην άκρη (εκεί το πράγμα χόντραινε επικίνδυνα) ή ότι άλλο στρογγυλό υλικό αποφάσιζε ο χειριστής του φυσοκάλαμου. Η αλήθεια είναι, πως το παιγνίδι αυτό δεν ήταν αθώο και σίγουρα από τότε που ανακαλύφθηκε, θα έγιναν και πολλά ατυχήματα, αυτό που μένει τουλάχιστον στην μνήμη μου είναι πως η συνύπαρξη και η καθημερινή συναναστροφή με οικεία πρόσωπα, στους δρόμους της γειτονιάς, έθετε το μέτρο και το όριο, παρόλες τις σπάνιες εξαιρέσεις ή ατυχήματα.
Η εποχή των φυσοκάλαμων, ξεκινούσε, αρχές της Άνοιξης, όταν καλυτέρευε ο καιρός και βοηθούσε σε ατέλειωτες μάχες ή ενέδρες ανυποψίαστων περαστικών. Καλύτερες θέσεις για τους επίδοξους «ελεύθερους σκοπευτές», οι θάμνοι και τα μπαλκόνια ή τα παράθυρα των σπιτιών (σε όροφο κατά προτίμηση), με πρώτα και καλύτερα αυτά που είχαν τα παλιά ξύλινα παραθυρόφυλλα, που σε βοηθούσαν καλύτερα, τόσο στην ελευθερία κινήσεων, όσο και στην κάλυψη.

Δεύτερη σημαντική εποχή, η «εποχή» των νεροπίστολων, που ξεκινούσε εκεί κατά τις αρχές Ιουνίου και κορυφώνονταν, με τα μπουγέλα και τον νεροπόλεμο στην πλατεία του Αγίου Παύλου, στο κλείσιμο των σχολείων. Σηματοδοτούσε την έναρξη του καλοκαιριού και της αμέριμνης θερινής ραστώνης της ήσυχης γειτονιάς μας, που στα μάτια μας και στα αστεία μας, έμοιαζε μια μεξικάνικη γωνιά της αθηναϊκής γης. Τα νεροπίστολα, τότε, ξεθάβονταν, από την ερημία του χειμώνα και αποκτούσαν θρυλική θέση, ανάμεσα στις παρέες της γειτονιάς. Τα παλιά παραδοσιακά νεροπίστολα, ήταν φτιαγμένα από μαλακό πλαστικό και η σκανδάλη ήταν ανάγλυφη, χωρίς καμιά χρηστική λειτουργία, εφόσον το νερό εκτοξευόταν από την στιγμή που πίεζες στην παλάμη σου όλο το …όπλο! Γέμιζε από την άκρη της κάνης, όπου το στόμιο, ανοιγόκλεινε με ένα μικρό πώμα με τρύπα, από την οποία έβγαινε το νερό. Συχνά, η μεγάλη πίεση, έριχνε μαζί με το νερό και το πλαστικό πώμα και σε άφηνε στην μέση της…μάχης. Οι πιο προνοητικοί, έσφιγγαν το πώμα με λαστιχάκι, κερδίζοντας σε ασφάλεια, αλλά χάνοντας σε χρόνο ετοιμότητας.
Τα νεροπίστολα νέας εποχής, τα οποία συνυπήρχαν με τα πρώτα, πέρα από θέμα …τεχνολογίας διέφεραν και σε θέματα κόστους, καθώς η αυτοματοποίηση κόστιζε πιο ακριβά, αλλά σου παρείχε μεγαλύτερη εμβέλεια και σταθερότητα στην ροή του νερού. Για να μην αναφέρουμε και την … «φιγούρα», που σου εξασφάλιζε στο καθημερινό θέατρο των επιχειρήσεων. Σκληρό πλαστικό, συνδεόμενο πώμα μόνο για γέμισμα και με σύνδεση για να μην το χάνεις, σκανδάλη με έμβολο και απίθανα χρώματα.
Σημαντική στιγμή, της εποχής των νεροπίστολων – όπως και για άλλες παράξενες και μαγικές εικόνες και στιγμές – το πανηγύρι της γειτονιάς, 28 και 29 Ιουνίου, Πέτρου και Παύλου. Με αγωνία το περίμεναν, όσοι ήθελαν να αντικαταστήσουν το χιλιοτρυπημένο από τη χρήση και τον χρόνο, όπλο τους, σε φθηνότερη τιμή από αυτή των καταστημάτων ή όσοι εξοικονομώντας έξτρα χαρτζιλίκι, θα αγόραζαν το πιο πρόσφατο και ακριβό μοντέλο, που έφερνε στην αγορά το πολύχρωμο πανηγύρι του προστάτη της συνοικίας.

Πάμε τώρα για «μπαζ», μια πρωτόγονη μορφή μπόουλινγκ με πέτρες. Οι πέτρες στήνονταν σε σειρά και ο κάθε παίκτης προσπαθούσε να τις διώξει εκτός παιγνιδιού, κερδίζοντας τους υπόλοιπους. Το παιγνίδι είχε παραλλαγές, μια εκ των οποίων ήταν η αρχική δήλωση εκ μέρους του παίκτη, για το ποια πέτρα στοχεύει ή η ύπαρξη κανόνων και συνδυασμών στόχευσης, που έκανε το παιγνίδι πιο δύσκολο. Το μπάζ, παιζόταν παντού, αλλά ο δρόμος που είχε καθιερωθεί ως γήπεδο του παιγνιδιού ήταν η οδός Ηλίου, το τελευταίο στενό της γειτονιάς που ασφαλτοστρώθηκε εκεί γύρω στο τέλος της δεκαετίας του ΄70. Ο χωματόδρομος, ανέβαζε τον βαθμό δυσκολίας του παιγνιδιού, αλλά ήταν και πιο ασφαλής και πιο ήσυχος, καθώς τον απέφευγαν τα αυτοκίνητα της περιοχής. Το παιγνίδι αυτό, εκτός από την χαρά του συναγωνισμού και της δεξιοτεχνίας, αποτελούσε και έναν τρόπο έμμεσης ανταλλαγής και ιδιοκτησιακής ανακύκλωσης των παιδικών περιοδικών και «Μίκυ Μάους» (όπως τα λέγαμε), ως ποντάρισμα και έπαθλο σε κάθε παρτίδα. Μαζί με την πέτρα σου –επιλεγμένη με προσοχή – έπαιρνες τον δρόμο για τον αγώνα και με μια σακούλα περιοδικά: Μίκυ Μάους, Ζαγκόρ, Όμπραξ, Μπλέκ, Τιραμόλα, Τρουένο, Έξτρασπόρ, κ.α. Ενώ, μερικές φορές, τα μεγαλύτερα παιδιά, πόνταραν με συνομήλικους τους και τα πρώτα «πονηρά» περιοδικά της εποχής («Ταρατατά» και το «Σοφεράκι») ανεβάζονταν την περιέργεια και την αναστάτωση στους μικρότερους. Αν θυμάμαι καλά, η ανάγκη για το παιγνίδι αυτό, υπήρχε όλο τον χρόνο, δίνοντας προτίμηση τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά και τις ηλιόλουστες μέρες του χειμώνα, καθώς ο χωμάτινος δρόμος της Ηλίου, ήταν απαγορευτικός για βροχερό καιρό.


Αναμφίβολα, το κέντρο των αυτοσχέδιων παιγνιδιών και διαχρονικός τόπος αναφοράς ήταν η θρυλική πλατεία του Αγίου Παύλου. Εκμεταλλευόσουν, οποιαδήποτε σπιθαμή της πλατείας ή το κτίσμα της εκκλησίας για να δημιουργήσεις ένα συναρπαστικό παιγνίδι απ’το πουθενά. Έτσι, πέρα από το κλασσικό ποδοσφαιρικό «γήπεδο» της γειτονιάς, που φιλοξενούσε τα ντέρμπυ των ομάδων μας, όλες τις εποχές του χρόνου, η πλατεία ήταν ένας εξόχως ζωτικός χώρος ελευθερίας, φαντασίας και δημιουργικής αυτοοργάνωσης. Όταν μάντρωσαν με ψηλά κάγκελα την πλατεία, νιώσαμε οργή και απογοήτευση, αλλά σύντομα το σύνδρομο της «φυλακής», μεταμορφώθηκε σε επίδειξη δεξιοτεχνίας και σβελτάδας. Το σκαρφάλωμα στα κάγκελα, ποίκιλε από την απλή αναρρίχηση μέχρι την εντυπωσιακή φιγούρα των πιο ριψοκίνδυνων, οι οποίοι παίρνοντας φόρα, έπιαναν τα κάγκελα από την μια πλευρά και τα ξεπέρναγαν με εντυπωσιακό άλμα και προσγείωση με τα πόδια, στην άλλη πλευρά της πλατείας.
Άλλο, συναρπαστικό παιγνίδι δεξιοτεχνίας, στις ατέλειωτες καλοκαιρινές ώρες διαμονής μας στην πλατεία, ήταν το εξής: το κτίσμα της εκκλησίας του Αγίου Παύλου, είχε ένα περιμετρικό διακοσμητικό σκαλοπατάκι (δόντι) πλάτους 5-6 εκατοστών, που ακολουθούσε την εξωτερική αρχιτεκτονική του ναού με τέτοιο τρόπο που αυξομείωνε την απόσταση που είχε από το έδαφος. Έτσι, ο διάδρομος αυτός, ξεκινούσε από ένα μικρό ύψος 50 – 60 εκ και μπορούσε να φτάσει περίπου στα 2 μέτρα, όποτε για να το φτάσεις έπρεπε να σκαρφαλώσεις σε άλλο χαμηλό «δοντάκι» ή σε χαμηλά παράθυρα της εκκλησίας. Αποτελούσε την πίστα αγώνων για τα καπάκια των αναψυκτικών ή της μπύρας («τσιγκάκια» τα λέγαμε, δίνοντας όνομα και στο παιγνίδι) που μαζεύαμε από τα καφενεία της γειτονιάς.
Ο κάθε παίκτης είχε τρείς κινήσεις, κάθε φορά, για να προωθήσει με κτύπημα των δακτύλων, τα «τσιγκάκια» πάνω στο στενό διάδρομο, χωρίς να του πέσουν ή να τρακάρει του «τσιγκάκι» του άλλου παίκτη. Οπότε, δημιουργούσαμε μια αγωνιώδη κούρσα, με ριψοκίνδυνες ταχύτητες, προσπεράσματα και ορειβασία στις εσοχές και στα ανάγλυφα του ναού, προκειμένου να ακολουθούμε την διαδρομή. Ο αγώνας ολοκληρωνόταν στο σημείο εκκίνησης, έπειτα από μια πλήρη κυκλωτική διαδρομή της εκκλησίας. Η ευρηματικότητα και ο συναγωνισμός, οδηγούσε στην βελτίωση και των ... «οχημάτων», καθώς η ανάγκη για καλύτερο ζύγισμα του κτυπήματος και μεγαλύτερη σταθερότητα στην ταχύτητα, οδήγησε στο γέμισμα του εσωτερικού χώρου του … «τσιγκακιού» με κάποιο υλικό, προκειμένου να αποκτήσει μια συμπαγή δομή. Το καλύτερο υλικό για γέμισμα, αποδείχτηκε η πλαστελίνη, καθώς του έδινε το ιδανικό βάρος!

Τελειώνοντας ή μάλλον αρχίζοντας την περιπλάνηση αυτή, αφήνουμε για το επόμενο ραντεβού στην …πλατεία, τα παιγνίδια με τα χαρτάκια των ποδοσφαιριστών, τις ποδοσφαιρικές ομάδες της γειτονιάς ή την αντιπαλότητα των συζητήσεων την περίοδο του Κυπέλλου Εθνών τότε, του Μουντιάλ ή των Ολυμπιακών αγώνων, που ενίοτε έπαιρναν και πολιτικό χρώμα και ένταση (περίοδος του ψυχρού πολέμου τότε, άλλωστε…!)


Δημήτρης Ναπ. Γιαννάτος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου